κρουσταλλένιος

κρουσταλλένιος
-α, -ο
1. κατασκευασμένος από κρύσταλλο, κρυστάλλινος
2. (για τρεχούμενο νερό) διαυγής και δροσερός σαν το κρύσταλλο
3. (για ένδυμα) λευκός, στιλπνός και διαφανής
4. (για γέλιο ή φωνή) καθαρός και ευχάριστος στην ακοή («κι ακόμα τη φωνή την κρουσταλλένια», Ζερβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλένιος, με τροπή τού -υ- σε -ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρουσταλλένιος, -ια, -ιο — 1. κρυστάλλινος: Σερβίρει σε κρουσταλλένια ποτήρια. 2. διαυγής: Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση (Μαβίλης). 3. αυτός που ηχεί σαν κρύσταλλο: Έχει κρουσταλλένιο γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυστάλλινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρύσταλλο, ο κρουσταλλένιος, ο όμοιος με κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυσταλλένιος, -ια, -ιο — βλ. κρουσταλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”