- κρουσταλλένιος
- -α, -ο1. κατασκευασμένος από κρύσταλλο, κρυστάλλινος2. (για τρεχούμενο νερό) διαυγής και δροσερός σαν το κρύσταλλο3. (για ένδυμα) λευκός, στιλπνός και διαφανής4. (για γέλιο ή φωνή) καθαρός και ευχάριστος στην ακοή («κι ακόμα τη φωνή την κρουσταλλένια», Ζερβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλένιος, με τροπή τού -υ- σε -ου-].
Dictionary of Greek. 2013.